ευσώματος

ευσώματος
εύσωμος, η , ο [ος , ον ]
1) хорошо сложённый, крепкий, здоровый; 2) полный, дородный, крупный

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "ευσώματος" в других словарях:

  • εὐσώματος — well grown masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ευσώματος — η, ο (Α εὐσώματος, ον) αυτός που έχει υγιές, εύρωστο σώμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + σώματος (< σώμα), πρβλ. απαλο σώματος, ηδυ σώματος, τρι σώματος] …   Dictionary of Greek

  • εὐσώματον — εὐσώματος well grown masc/fem acc sg εὐσώματος well grown neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐσωμάτους — εὐσώματος well grown masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ευσωματώ — εὐσωματῶ, έω (Α) [ευσώματος] 1. είμαι ευσώματος, έχω σωματική υγεία 2. είμαι δυνατός, είμαι εύρωστος 3. είμαι φιλήδονος 4. (για δέντρα) αναπτύσσομαι γρήγορα …   Dictionary of Greek

  • ευσωματία — εὐσωματία, ἡ (Α) [ευσώματος] η καλή κατάσταση τού σώματος, η ευεξία …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»